κανελόνια

κανελόνια
τα
είδος χοντρών ιταλικών ζυμαρικών, που μαγειρεύονται γεμισμένα με κιμά και αποτελούν εύγευστο φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Είδος αντιδανείου < ιταλ. cannelloni, πληθ. τού cannellone «σωλήνας» < λατ. canna «καλάμι» < αρχ. ελλ. κάννα «καλάμι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κανελόνια — τα (λ. ιταλ.), είδος ζυμαρικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”